- λιθόβολον
- λιθόβολοςthrowing stonesmasc/fem acc sgλιθόβολοςthrowing stonesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθοβόλον — λιθοβόλος masc/fem acc sg λιθοβόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JACTATORIUM — apud Galbertum in Vita Caroli Com. Flandr. n. 96. Arientes, sues, iactatoria, scalae et consimilia, quibus muros et lapideas compositiones destruere solent: machina bellica est, quae tela complura simul, vel certe lapides, emittebat, Petriaria.… … Hofmann J. Lexicon universale
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
ՔԱՐԸՆԿԷՑ — (եցի, ցաց.) NBH 2 0997 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 13c, 14c ա. πετροβόλος lapides ejaculans ἑξακοντίζων σκώματα jaculans dicteria. Որ ընկենու զքար իրական կամ նմանական. *Ի քարընկէց բարկութենէ թափեսցի լիով կարկուտ. Իմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)